- ανθρακοπώλης
- ο (Α ἀνθρακοπώλης)πωλητής γαιανθράκων ή ξυλανθράκων, καρβουνιάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρακοπώλης — coal merchant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακοπώλαις — ἀνθρακοπώλης coal merchant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek